αυτοεξορία

αυτοεξορία
η добровольная эмиграция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αυτοεξορία" в других словарях:

  • αυτοεξορία — η 1. το να αυτοεξορίζεται κάποιος η εκούσια απομόνωση 2. ο τόπος στον οποίο διαμένει ο αυτοεξόριστος 3. ο χρόνος της παραμονής του σε ξένο τόπο …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Καζάλς, Πάμπλο — (Pablo Casals, Βεντρέλ, Καταλονία 1876 – Σαν Χουάν, Πουέρτο Ρίκο 1973). Ισπανός μουσικός. Σπούδασε στο ωδείο της Μαδρίτης και το 1897, οπότε διορίστηκε καθηγητής του βιολοντσέλου στο ωδείο της Βαρκελώνης, δημιούργησε ένα κουαρτέτο με πρώτο βιολί… …   Dictionary of Greek

  • Μπραντ, Βίλι — (Willi Brandt, Λίμπεκ 1913 – Βερολίνο 1992). Ψευδώνυμο του Γερμανού πολιτικού Χέρμπερτ Ερνστ Καρλ Φραμ (Herbert Ernst Karl Frahm). Από παιδί μετείχε σε σοσιαλιστικές οργανώσεις και σε ηλικία 17 ετών έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»